|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παρόνομα? — — ρητινόπισσα — πρύμνηθεν — τσιτσί — μαυρολογώ — συνταυτιστικός — κοκετάρομαι — πάλλευκος — λιανέμπορος — ενδεικτικός — αθηναϊκός — παραλαμβάνω — αδιπλάριστος — φλούδι — ανταλλακτικά — πρεμούρα — ακαταμέτρητος — αντιπροσφέρω — αφότου — αναμισθωτήριον — βουδούρης — απαπούτσωτος |
|||