|
доводить до сотни #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доводить до сотни? — κατοστίζω как с (ново)греческого переводится слово κατοστίζω? — доводить до сотни — παντρεύομαι — ελεφαντοστόλιστος — διεζευγμένος — ξεμακρύνω — φωσφορικός — διαπερώ — ανεβολιάζω — αντιθετικά — περδικλώνω — κύλινδρος — κολώνια — δειγματοληψία — οντάριο — παρασιτικός — νομευτικός — ψυχοπομπός — μισελληνικός — εγκοίλιος — βουτυράδικο — εκβαρβαρώνω — φθόνος |
|||