|
το контральто (голос) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово контральто? — κοντράλτο как с (ново)греческого переводится слово κοντράλτο? — контральто — σακκουλές — βλασφημία — δυσπρόσβλητος — κεραμιδένιος — πρεσβεία — αλλοδοξία — ζαλικώνουμαι — πρώτη — δωδεκαριά — ξινήθρα — καινούριος — παροιμία — παρωνυχίδα — χαλκοκαρακάξα — ημιτελής — τσερότο — αγελαδάρης — σπογγίνη — μικρόθυμος — συννεφής — Βούργαρος |
|||