|
полушёлковый (из шёлка и шерсти) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полушёлковый? — μαλλομέταξος как с (ново)греческого переводится слово μαλλομέταξος? — полушёлковый — ξεντροπιάζω — καρπώνομαι — αχυραποθήκη — μυστικός — μεσοδρομής — λίγδωμα — θετικίστρια — αδημονία — κατηχητική — κιβώτιο — ασταχτος — μάρτης — στρατοκράτης — δεντρωτός — τσατίζω — απομόναχος — εξανθρωπισμός — ξεμυαλίζω — αραιοκατοικημένος — δειγματισμός — εισαγγελέας |
|||