|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λαδώνομαι? — — θερμοπερατός — ασχημογύναικο — γνεφτάτα — απόχα — αφατρίαστος — ψωροπερήφανος — αναξέω — ψιθυρίζω — λωλαίνομαι — γλειφτοπινάκας — γεμόφεγγο — ορνιθόρρυγχος — μεθυστικός — τροχοπεδιλοδρομώ — επάρατος — καΐλα — ακροστόμιον — δρόσος — αναπληρωματικός — συμμοιράζω — μούφα |
|||