|
(-εως) η новое увеличение; ~ τής φορολογίας — новый рост налогов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новое увеличение? — επαύξησις как с (ново)греческого переводится слово επαύξησις? — новое увеличение — ψαραίνω — απερίθαλπτος — ΔΕΗ — διαπραγματευτικός — ξακόσιοι — λουλουδάς — πυρσός — εξορμίζω — εξηλώνω — λεπτόκοκκος — αμέσως — λαμπαδάριος — μεταλλοειδής — συνταξιοδοτούμαι — ἀναλωθείς — ανασυγκροτώ — καλωδιωμένος — ουζοπότις — παντελόνι — πεννιά — έκτυπος |
|||