|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συγκεκριμενοποιούμαι? — — κομψογράφος — πρωτοφυλακή — βιβλιοκρισία — εκατόν — τρόφιμος — τιθασσευστής — ψαλμός — ενδεκάς — προμελετάω — τρυφεράδα — αεραιμία — αμαξοδηγός — σακκολέβα — ψηφοθήρας — σκήπτρο — ζωοτροφία — αγωνία — ήσκιωμα — ιοντίζω — κολάκευμα — ερημιτισμός |
|||