συγκεκριμενοποιούμαι

формы словаβ
συγκεκριμενοποιούμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συγκεκριμενοποιούμαι? —


κομψογράφοςπρωτοφυλακήβιβλιοκρισίαεκατόντρόφιμοςτιθασσευστήςψαλμόςενδεκάςπρομελετάωτρυφεράδααεραιμίααμαξοδηγόςσακκολέβαψηφοθήραςσκήπτροζωοτροφίααγωνίαήσκιωμαιοντίζωκολάκευμαερημιτισμός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit