|
морщить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово морщить? — συρρικνώ как с (ново)греческого переводится слово συρρικνώ? — морщить — σχεδιομανής — αρχικηπουρός — αποκλαμός — ακατέργαστος — σπιτάλιο — αψινθισμός — χρυσαφύς — κεντρισμός — καυλιτσέκι — οιοσδήποτε — καρδερίνα — αμφίκαμπτος — ικανότητα — δικαιοπραγώ — αργυρώνω — πόστ-ρεστάν — καρδιοχειρουργική — στροφίλι — εξώπλασμα — επιδιορθωτικός — φαγανός |
|||