|
ο пиффераро (исполнитель на пифферо) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пиффераро? — πιφφιρτζής как с (ново)греческого переводится слово πιφφιρτζής? — пиффераро — κιτρινοπούλι — ιππηλασία — σιντέφι — αποθηκοφύλαξ — γελοιώδης — φώνηση — αεριοποιητής — αβάσιστος — αλιθόστρωτος — στεφανωμένος — σουλτανικός — κοσπεντάρικο — παχούτσικος — συναλλάζω — καβαλλίνα — πρωθιερέας — στηλίτευση — νήξη — φουτουριστικός — στερεομετρικός — δάγκαμα |
|||