|
1. по-русски; 2. (τά) русский язык #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово по-русски? — ρώσικα как на (ново)греческом будет слово русский язык? — ρώσικα как с (ново)греческого переводится слово ρώσικα? — по-русски, русский язык — ενδοθερμικός — μονογραφία — καταψήφιση — πατριδολάτρης — σκάφανδρο — εθελοντικός — γλαύκωμα — οκνός — μαγιονέζα — καταλαγιάζω — αγναντιαστός — δυσκολοπέραστος — σκάλευμα — αφροσκέπαστος — δεκατιαίος — ατμόσφυρα — ψώνια — μνημειώδης — προαγωγός — χαμαιλέοντας — γαργάρισμα |
|||