Новогреческий словарь
ρώσικα
ρώσικα
1.
по-русски
;
2. (τά)
русский язык
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
по-русски
? —
ρώσικα
как на
(ново)греческом
будет слово
русский язык
? —
ρώσικα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρώσικα
? — по-русски, русский язык
#
(ново)греческий словарь
—
πορνοστάρ
—
αποθαλάσσωση
—
ανακλαδούμαι
—
πταρμογόνος
—
διαφέντευμα
—
στομαχόπονο
—
υπερασπιστής
—
παλαιοντολογία
—
αρχιτσόγλανος
—
ύμνηση
—
δηλωσίας
—
αεροβασία
—
αποθηκούλα
—
συντηρητικά
—
εμπλουτιστικός
—
κοστίζω
—
χτένισμα
—
πλασματάκι
—
λαγουδέρα
—
ελληνικότητα
—
διακέντηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве