|
вдумчиво, глубокомысленно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вдумчиво? — στοχαστικά как на (ново)греческом будет слово глубокомысленно? — στοχαστικά как с (ново)греческого переводится слово στοχαστικά? — вдумчиво, глубокомысленно — παρηγορητικός — συνοφρυωμένος — πισσάσφαλτος — ξενομανία — φιλοφροσύνη — κρεολικός — ρωτάω — ψαμμόλιθος — ξάνση — μετρική — λειαντής — θαμπόγυαλο — καλοθωρώ — λυσσιάρης — προτελευταίος — ψίδιασμα — απαλλάττω — ατζαμίστικος — ξαρρωστικό — αμαξουργία — λαχανόσουπα |
|||