|
1) хлопковый; 2) хлопчатобумажный; 3) ватный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлопковый? — μπαμπακερός как на (ново)греческом будет слово хлопчатобумажный? — μπαμπακερός как на (ново)греческом будет слово ватный? — μπαμπακερός как с (ново)греческого переводится слово μπαμπακερός? — хлопковый, хлопчатобумажный, ватный — δεσποτάτο — ανεξαρτητοποιούμαι — αντικαταθλιπτικό — επιβριθώς — επαναδραστηριοποίηση — οδύσσεια — ανακρίνω — συνεισβάλλω — οργανιστής — όψιος — εδωπάνου — αχόρταστος — ανοσήλευτος — λαυριώτισσα — παραγεράζω — επιδοκιμάζω — συμβαίνω — ποικιλωδία — λιανοπουλητής — ακαταφρόνετος — γαλάτος |
|||