|
юр. отчуждаемый; подлежащий продаже (по решению суда - об имуществе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отчуждаемый? — αλλοτριώσιμος как на (ново)греческом будет слово подлежащий продаже? — αλλοτριώσιμος как с (ново)греческого переводится слово αλλοτριώσιμος? — отчуждаемый, подлежащий продаже — χαλκονόμισμα — παραμορφωτικός — εκμισθώτρια — πετσένιος — πολυαγαπημένος — εναγκάλισμα — αφτέρουγος — μυροποιός — Ουκρανία — τανάλια — αψιδωτός — τριχώδης — εξαναγκάζομαι — σιδηρομεταλλουργία — σπεσιαλιτέ — πολυτάραχος — κατακλυσμικός — δεσποτικό — χρωματισμένος — ασκίαυλος — χρωματιστής |
|||