Новогреческий словарь
τσαλαπετεινός
τσαλαπετεινός
ο
удод
(птица)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
удод
? —
τσαλαπετεινός
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσαλαπετεινός
? — удод
#
(ново)греческий словарь
—
εύθραυστος
—
εποχέας
—
αντιαλγικός
—
περαίωση
—
αφυσικότητα
—
οχυρώνω
—
συστολέας
—
πεζόβολο
—
νευρών
—
ρωπικός
—
ξάφνισμα
—
σοκάρω
—
αντραλίζω
—
αναγνώστρια
—
φιλεύσπλαγχνος
—
χρυσωρυχείο
—
σιμιγδαλόσουπα
—
τομάτα
—
κτηματολογικός
—
σπείρα
—
σύμφορος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве