|
ο удод (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удод? — τσαλαπετεινός как с (ново)греческого переводится слово τσαλαπετεινός? — удод — επισκοπεύω — αμφικέφαλος — ηλικιώτης — κλωστοϋφαντήριο — βρωμισμένος — πτέρις — άγνεστος — λεπτόθριξ — γραμματιστής — καλοθελήτρα — αφορισμός — στυπώνω — βούρλισμα — σπαρτός — φάλτσο — μισολησμονημένος — σεντονάρα — αριοδάφνι — γουβίτσα — τελειότητα — βουρτσάρω |
|||