|
το отпирание (двери, ворот и т. п.); === δέν έχει ~ό η γλώσσα του — [phrase]у него язык без костей[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отпирание? — ξεμαντάλωμα как с (ново)греческого переводится слово ξεμαντάλωμα? — отпирание — τσαμπουνάω — ανοιχτά — σιμίτι — εφτάτομος — ασίγαστος — μεταλαμβάνω — ειμή — περιάγω — επάξιος — ανεπισκίαστος — μεθυσιό — μπερεκετλίδικος — επαμφοτερής — αγώγιμος — δάνεισμα — τύλωση — μπουνταλού — βόλτα — προάλλες — δακτυλογραφικός — ελαιόκαρπος |
|||