|
η уступчивость, сговорчивость (свойство характера) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово уступчивость? — ενδοτικότητα как на (ново)греческом будет слово сговорчивость? — ενδοτικότητα как с (ново)греческого переводится слово ενδοτικότητα? — уступчивость, сговорчивость — μπαγκάζια — τρυποφράχτης — καταχαίρομαι — φυλλόταξη — τσιουκάνι — μπατικός — εναγκάλισμα — κτηνάλευρο — κλινήρης — απερίσκεπτος — χωρογράφος — εγκαρσίως — κοχλιός — στερεομετρία — αχρωματικός — ποστομανής — μεσοκυττάριος — ηλεκτροφόρον — μασσέζ — ταυτώνυμος — χίασμα |
|||