Новогреческий словарь
φασκελοκουκουλώνω
φασκελοκουκουλώνω
перен.
плевать
(на кого-что-л.);
φασκέλωσέ τον! — [phrase]плюнь на него![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плевать
? —
φασκελοκουκουλώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
φασκελοκουκουλώνω
? — плевать
#
(ново)греческий словарь
—
σανσκριτικός
—
ξέραμμα
—
απτέσι
—
φορολογικός
—
αυτοαιμοθεραπεία
—
δαρτός
—
ωκεανοπλοϊκός
—
παράκυκλος
—
στραβάδα
—
αεροδόχος
—
τσαμπούνημα
—
σκληρόφυλλος
—
επιβοήθημα
—
φτωχοπερήφανος
—
Ιωνία
—
αποτίναξη
—
μορεών
—
ιχθυοτροφικός
—
αποκρουστήρας
—
χρωματοποιός
—
ανέβασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве