|
перен. плевать (на кого-что-л.); φασκέλωσέ τον! — [phrase]плюнь на него![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плевать? — φασκελοκουκουλώνω как с (ново)греческого переводится слово φασκελοκουκουλώνω? — плевать — δουλάκι — λαμπάδα — τιθασσευστής — λειώσιμο — πορτογαλλικός — σεπτεμβριανός — κομπρέσα — λιόκρουγμα — συστέγαση — μεμιάς — μεταπολεμικός — ακέραστος — καρυκεύω — ινσουλίνη — μνήμα — βογκώ — ενστάβλιση — πρωτόκλητος — δοκαρι — γιγαντόκορμος — υπνιάζω |
|||