|
ο ужимка, гримаса; κάνω ~ούς — а) делать гримасы, гримасничать; б) морщиться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ужимка? — μορφασμός как на (ново)греческом будет слово гримаса? — μορφασμός как с (ново)греческого переводится слово μορφασμός? — ужимка, гримаса — δόξασμα — σφοδρότητα — υπτιάζω — ακτίδα — ανασταίνω — περιοριστικός — αργοκούνητος — αποθηριώνω — μήν — πώντς — μακρολογώ — αγγελοειδής — αδενοκαρκίνωμα — ιδιόρρυθμος — εμβαδομέτρηση — ξιπάζομαι — σακχάρινος — δευτερόπρυμα — ηνία — λησταρχείο — παραπέμπω |
|||