|
узкозадый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово узкозадый? — στενόκωλος как с (ново)греческого переводится слово στενόκωλος? — узкозадый — μαγνητοθερμικός — σκήτη — θεμελιωτής — ποδοπάνο — εξοχότητα — χέρσωση — ορμάθιση — ηλεκτροοπτική — διηγηματογράφος — ψευδαλαζονία — τελεσιγραφικός — σέπαλο — τυποκρατία — κουτσουλάω — μικροϊδιοκτήτης — οιηματίας — χόλιασμα — ανεμώδης — χάρά — ελεγείος — δασολογία |
|||