|
ο, η фальсификатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фальсификатор? — πλαστογράφος как с (ново)греческого переводится слово πλαστογράφος? — фальсификатор — προβιβάζομαι — φαυλότητα — φλογόλευκος — επίπληξη — αφεντάνθρωπος — κατοικίδιος — ειδωλολατρία — πνευμονικός — ξοπίσω — πλαγιά — φυλλορροώ — πειθαναγκάζω — εκλειπτικός — αποσάθρωση — ασημογόμαρο — αιθεροβάμων — φρέσκο — εξάδα — μπλόγκι — αρτηρίδιο — βαβυλώνια |
|||