|
геол. третичный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово третичный? — τριτογενής как с (ново)греческого переводится слово τριτογενής? — третичный — ονηλάτης — άπηξ — σιδηρουργικός — έκλυση — συναρπαστικός — γούσα — κερατένιος — ενδοέκκριση — πεντάδραχμο — πενηντάρι — αμπέλινος — πουτανιάρης — αθηράτο — γαγγλιακός — σκουφί — ασμίκρυντος — μερί — καρφώνομαι — Θεσσαλονικιά — εδεσματοθήκη — ιωβηλαίο |
|||