|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κουβαράκι? — — σφουγγάρι — ρυπαντικός — εξόμπλιον — εμπορείο — ηγουμένισσα — ζηλεμένος — τρωτό — αρωματοπώλης — δισανθρακικός — σεπτεμβριανός — συμμαχώ — αεροθλίπτης — ξενολατρία — στοματάκι — πικραίνω — αποτίμημα — πεθερούλης — αψίκορον — ανευκρίνητος — ψάρ — τάραξη |
|||