|
: πάρθιον βέλος τό — а) коварное, внезапное нападение; б) язвительный намёк, колкость, шпилька #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πάρθιος? — — τσαλιμάκι — αγουρομαζώνω — έπεσα — κατηγορητικός — ακαδημαϊκώς — θεωρητής — πρωτοκολλητής — κατάψυχρος — δυστοπία — αγρίευμα — πεντάρφανος — χάσμηση — προαιρετικά — γεφυροποιός — ψευδής — βιβλιοθηκονομία — εδέτσι — υδρορροή — παραόξω — εθνωφελής — ξεχώνιασμα |
|||