Новогреческий словарь
σκελίδι
σκελίδι
το
долька
(цитрусовых; чеснока)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
долька
? —
σκελίδι
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκελίδι
? — долька
#
(ново)греческий словарь
—
θεολογία
—
ευρωπαία
—
εξασχιδής
—
φεγγαρήσιος
—
ευκατέργαστος
—
Γεροντία
—
σώνομαι
—
μαλαγανεύω
—
αβιομηχάνητος
—
συγκινητικός
—
ηττοπάθεια
—
ζυμέλαια
—
πλεονεκτικότητα
—
φευγάτος
—
αποχιονιά
—
παινούμαι
—
προσηγορικό
—
μοσχοπεπονιά
—
βοσκίζω
—
δεσποτικός
—
ογδοηκονταετηρίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве