|
το долька (цитрусовых; чеснока) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово долька? — σκελίδι как с (ново)греческого переводится слово σκελίδι? — долька — πληθυντικός — ώστε — κρεατωμένος — εφαρμοσμένος — γυψωτής — σκούξιμο — αδικοθάνατος — εγκλιματίζω — λογυρίστρα — οξύνοια — χλίψη — πρίνος — τυροκομία — διόδια — προξενεύω — προάγγελμα — αερομοντέλο — προσόμμοιση — άφωτος — λαβυρινθίτις — ζωώδης |
|||