Новогреческий словарь
νιαούρισμα
νιαούρισμα
το 1)
мяуканье
;
2)
нытьё
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мяуканье
? —
νιαούρισμα
как на
(ново)греческом
будет слово
нытьё
? —
νιαούρισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
νιαούρισμα
? — мяуканье, нытьё
#
(ново)греческий словарь
—
ανευθυνία
—
σκερτσόζος
—
αυτοκυριαρχώ
—
καλοκαιρεύω
—
επιζώ
—
ανάγλυπτος
—
χαλεπότητα
—
σκωληκοτρόφος
—
σοφίτα
—
αναψοκοκκινίζω
—
σκαταδίωχτος
—
άνιφτος
—
συμβολαιογραφία
—
ιουνιανά
—
λαρογγοτομία
—
απάλυνση
—
βαστώ
—
ιπποστάσιο
—
οξέλαιο
—
μεγαλώνω
—
δολομιτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве