|
το 1) мяуканье; 2) нытьё #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мяуканье? — νιαούρισμα как на (ново)греческом будет слово нытьё? — νιαούρισμα как с (ново)греческого переводится слово νιαούρισμα? — мяуканье, нытьё — κωλαρίνος — απότηξη — διανάττω — σκατά — αναβαθμίς — ένσταση — βουβά — μανάλι — κουμπές — αλωπεκοειδή — αμανετζής — ύστερος — σέβασμα — αποκόπτω — ανθυπομειδίαμα — υγραίνω — υμενόπτερα — πιατίνι — αναγεννητικότητα — κατοπτεύω — αμμωνίτις |
|||