|
болеть холерой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болеть холерой? — χολεριώ как с (ново)греческого переводится слово χολεριώ? — болеть холерой — χελοβίβαρο — αμείβω — μετάδοση — σαυτού — αποδιοργανώνω — οργώ — μαρμαροδουλειά — μετωρίζομαι — ιδιωτισμός — μουρνταρεύω — ανότιστος — μεταξουργία — σαλονίτικος — φρικασσές — φθειρίαση — κρησάρα — αποκαθήλωση — καυχησιολογία — σεπτεμβριάτικος — μισόφωτο — απόβροχο |
|||