Новогреческий словарь
πηγαδήσιος
πηγαδήσι|ος
колодезный
;
νερό ~ο — колодезная вода
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
колодезный
? —
πηγαδήσιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πηγαδήσιος
? — колодезный
#
(ново)греческий словарь
—
θεοποιώ
—
νιτερέσο
—
παραμελούμενος
—
μεθυστής
—
μεγαλαυχώ
—
δεκαεπταετής
—
ανεπηρέαστος
—
απολιθώνω
—
αχρήστωση
—
ασημαντότητα
—
φλυάρημα
—
φιλοτάραχος
—
χάμουργας
—
εμφιλοχώρηση
—
διασαλπίζω
—
αλεξίφωτον
—
ρέπια
—
χτυποκάρδισμα
—
λύξα
—
περικλείω
—
ξεπουπούλιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве