Новогреческий словарь
δισκάρι(ον)
δισκάρι(ον)
το 1)
небольшой поднос
;
2) церк.
дискос
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
небольшой поднос
? —
δισκάρι(ον)
как на
(ново)греческом
будет слово
дискос
? —
δισκάρι(ον)
как с
(ново)греческого
переводится слово
δισκάρι(ον)
? — небольшой поднос, дискос
#
(ново)греческий словарь
—
εξεταστέος
—
πελαγήσιος
—
καθώς
—
λιποειδής
—
ξεγαντζώνω
—
πελεκημένος
—
οφθαλμόλουτρο
—
αριδίζω
—
θέρετρο
—
μπορντελλιάρης
—
δακτυλισμός
—
ενδοτικότητα
—
αισχυντηλά
—
τροχόσπιτο
—
γκρεμνοβόλημα
—
μπανέλλα
—
δικαιολογητικός
—
αντικρουόμενος
—
αβαθύρριζος
—
σουρομαδάω
—
νουταπάτη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,