|
ο «гавано» (сосуд для перевозки продуктов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гавано? — γάβανος как с (ново)греческого переводится слово γάβανος? — гавано — παρακαταθήκη — λεμφοκύτταρο — μπράτσο — υδρίτης — δεκαεξάκις — πικρόγελος — αντισυνταγματικά — προτήτερα — ανθρακωτήρας — συσχετισμός — χρόσακτις — γόος — πλαγινός — ινδιάνικα — ζυμωτής — κομψεπίκομψος — ρευματόμετρον — μειοψηφικός — νεκροκεφαλή — εκβιαστής — καλοθυμούμαι |
|||