|
гидроэлектрический; ~ σταθμός — гидроэлектростанция; ~ή εγκατάσταση — гидроустановка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гидроэлектрический? — υδροηλεκτρικός как с (ново)греческого переводится слово υδροηλεκτρικός? — гидроэлектрический — απόγευμα — ξαντικός — απονεκρωτικός — μπόγος — ορμήνεια — γιγαντίως — άγλυκος — αμήχανος — θεριό — τελωνίζω — πελεκημένος — εσχατόγηρος — έμβασις — φάγαινα — άκρατος — επακουμβώ — φασιστάκι — εξομολόγος — στιχοποιία — μεζές — πανώλης |
|||