|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στυφά? — — εγκαιρα — αγώι — στενώ — αψύλλιστος — πορτίτσα — ανεμορραγία — κυάνωση — αμερόληπτος — τρέχων — λυπομανία — λαφυραγωγώ — ενδιαφέρομαι — βιάσιμο — γνεψιά — τσεκούρι — τεσσαρακονθήμερος — απόθετος — Σουηδή — αντανακλαστήρας — σιγανοψιχάλισμα — διασφηνούμαι |
|||