|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σμηνοσεισμοί? — — περιστασιακός — συνεργώ — βελάγιο — καλορίζικα — ρουχαλάκι — αχνοκέρι — οδοντιατρείο — αντιστικτικός — αγαλλιάζω — αφεύγατο — φευγαλέος — σώνω — καθέδρα — παραγγελιοδότις — εμπίπτω — δικολάβος — σέμπρος — καπνοβιομηχανία — πλατανιάς — κομφεττί — εναντιολογικός |
|||