|
ο триумфатор (книжн.); победитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово триумфатор? — θριαμβευτής как на (ново)греческом будет слово победитель? — θριαμβευτής как с (ново)греческого переводится слово θριαμβευτής? — триумфатор, победитель — ικανοποιούμαι — περιπλέκω — σέρτης — δακρυογόνος — ζυγγίβερη — διάσειση — αποφέρω — ταφικός — ρίκνωμα — ξεστάχυασμα — αρνίλα — ανεπιστημονικά — βουτυροκομικός — στερεό — κούτσα — ακονιστήριο — βαθύς — διαφαίνομαι — ακροδακτύλιον — παραπάνου — απλόχερα |
|||