|
заменять головки (в обуви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заменять головки? — ψιδιάζω как с (ново)греческого переводится слово ψιδιάζω? — заменять головки — ελκυσμός — δυναμικός — υποτέλεια — μητρώος — εκμαγείωση — ευθύσκοπος — μαχμούρικα — τσαπατσούλης — αμάχητα — αθεϊστικός — παράδεισο — βέβαιος — θεοκρατικό — μεγαλώνοντας — αριστεριστής — παρέκταμα — ευωχία — μπαμπεσιά — στρέφω — χρυσωτής — τσιουκάνι |
|||