|
между тем; однако #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово между тем? — εντοσούτω как на (ново)греческом будет слово однако? — εντοσούτω как с (ново)греческого переводится слово εντοσούτω? — между тем, однако — αποδημητής — ενθρονισμός — έτυμον — ανοφθαλμία — πιάνομαι — αλώβητος — μισοκοιμισμένος — ξελιγώνομαι — ούρηση — τσιγκέλι — καθυβρίζω — μετωπικός — γαλλοφιλία — πολυδακτυλία — καϊσί — αδιαποίκιλτος — τεϊοθήκη — εκβάθυνση — ετάθην — ματαρχίζω — ακροκυάνωσις |
|||