|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ομαλοποιούμαι? — — ρεσιτάλ — ιερατικός — δικηγορία — αποξυλιάζω — κοινοποιούμαι — διεπέτασα — τεντυμπόϋς — Ρωμιός — σπερματίς — οιδαλέος — ανδρόπαυση — γυροσκοπικός — αρειμάνιος — ψειριάρικος — βιομηχανικός — αὑαίνω — στραγαλατζίδικο — παντοκράτορας — δεματολογα — αγαλακτία — ακαβούρδιστος |
|||