|
ο сортировщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сортировщик? — διαλεχτής как с (ново)греческого переводится слово διαλεχτής? — сортировщик — δυσθεώρητος — ηλιόμορφος — υγροποιητικός — παραλειπόμενα — λαοκρατικός — βαθμολογικός — ξεσαμαρώνω — ξεκοτσάρω — λιποταξία — κετόναι — αντικρούστης — αναισθητικός — αλευρέμπορας — αυτοπρόσκλητος — λιγοτεκνία — αναπεπταμένος — μονιμότητα — εισέπεσα — αγάζωτος — απόσηψη — δεξαμενόπλοιο |
|||