Новогреческий словарь
ξεροκοκκίνισμα
ξεροκοκκίνισμα
το
покраснение
(от смущения, стыда);
===
τό ~ η προσωπίδα του δέν τό ξέρει — [phrase]этот человек стыда не знает[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
покраснение
? —
ξεροκοκκίνισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξεροκοκκίνισμα
? — покраснение
#
(ново)греческий словарь
—
εκπεσμός
—
επιστεφανώνω
—
προκαλυπτικός
—
μοναχόπαιδο
—
παρυδάτιος
—
βουσυκιά
—
Τσεχοσλοβάκα
—
δίδαγμα
—
μοχθηρός
—
μεσόστρατα
—
ηλιοχαρής
—
κοντούλα
—
λογοκλόπος
—
εμπράγματος
—
νατουραλίστρια
—
νύφαρο
—
κόμιστρο
—
μεσήλικας
—
απροσπέραστος
—
γαυρομανώ
—
ποικιλότροπος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве