σιλουέτα

формы словаβ
σιλουέτα
η силуэт;
          χάνω τή ~ μου — потерять фигуру



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово силуэт? — σιλουέτα
как с (ново)греческого переводится слово σιλουέτα? — силуэт


βιβλιοθηκονόμοςφλάροςσυλλαβισμόςεξυπηρετικότηταανθιδρωτικόςδιμηνίτηςτσακάωαναρθροςφλεγματικόςδιαχυτικότητααπεχθήςερυθροκύτωσιςτελετουργίαανθυπίατροςβαθύφωνοναλυφαντήςευσαρκίαπροπύργιορουσφετολογώφιλότιμοδεντρωμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit