|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γαστριμαργικός? — — γνεθολογώ — κακουργοδικείο — παρακείμενος — εκσφενδόνιση — αποτερματίζω — αγιάτρευτος — καθοριστικός — αντίπραξις — ασπρογάλιασμα — ημιοικότροφο — εσιχάθην — εκκαθαρίζω — πριονοταινία — βλαστογένεσις — πολυτελής — αμαστόρευτος — δοκιμιογραφία — εξαγρίωση — αρίδι — λυσσομάνημα — μαζεμένος |
|||