|
(-ήρος) ο штопор (для бутылок) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штопор? — εκπωματιστήρας как с (ново)греческого переводится слово εκπωματιστήρας? — штопор — ανεμόκουνι — διαμέτρημα — ξινογαλάς — ρύμη — ύλη — αποχαύνωση — μπουρζουάζικος — εντάμα — πιτσιρίκος — σκηνοθεσία — υπομνημάτιση — εκτίθεμαι — κατατσακίζω — μπιραριέρης — μαρμαρουργική — οπιώδης — προάσπιση — σκασμός — ωρολογάς — τσιπροκατάνυξη — αναγεννήτρα |
|||