Новогреческий словарь
αναγκαίο
αναγκαίο
το
уборная
(клозет)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уборная
? —
αναγκαίο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναγκαίο
? — уборная
#
(ново)греческий словарь
—
Φώτης
—
χορτοκόπος
—
αλάνθαστα
—
κόχλασμα
—
χρεωκόπος
—
συνευρίσκομαι
—
ψιλώ
—
ηλεκτροφωτισμός
—
πολύγλωσσος
—
καταπίστευση
—
επενδύτης
—
παγοπέδιλο
—
λοφάκι
—
βαριέμαι
—
αδιαπραγμάτευτος
—
προσπελάσιμος
—
κώχιασμα
—
παρασκευαστήριο
—
ιχνογραφνκή
—
χαλεπώς
—
κρεοζώτο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве