|
η амулет (у кормящих женщин) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово амулет? — γαλατόπετρα как с (ново)греческого переводится слово γαλατόπετρα? — амулет — χοροεσπερίδα — εύρεση — επιστάτης — ακροχορδών — βαλλιστικός — αισχρούργημα — γοργογαγέρνω — αυτοσχεδίαση — ξεφορμάρισμα — γιακαδάκι — χιονόλυτον — στερεύομαι — εμφωλεύω — ζητιανεύω — τραχηλιά — ψηφίο — δακρυδόχος — χωριατόπουλο — γραμματοσυλλέκτης — διαλοή — πρωτόπαπας |
|||