|
известковый; ~ιον ύδωρ — известковый раствор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово известковый? — ασβέστιος как с (ново)греческого переводится слово ασβέστιος? — известковый — ασυνέχεια — σκυλόδοντο — πιθανολογία — αποδυναμώνω — σελλουλόϊντ — μαλάς — ποδοκλωτσώ — κουρμπάτσι — προσωποληψία — μικροσκοπικός — σκονισμένος — πλησίστιος — προσκυνήτρια — εκχειλίζω — δεκάκις — απάνθηση — χολεριώ — πρωτο- — γιαουρτοπόλεμος — ανακρεμαστός — παρακολούθημα |
|||