|
(αόρ. απετράχυνα) обострять, ухудшать (отношения) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обострять? — αποτραχύνω как на (ново)греческом будет слово ухудшать? — αποτραχύνω как с (ново)греческого переводится слово αποτραχύνω? — обострять, ухудшать — νευρικότητα — τσιρλώ — σπιθοβόλημα — ξεκούρδισμα — τεθλασμένος — αναθαρρεύω — είσπραξη — εξυπνακίστικος — αναρρωννύω — τρίψιμο — λιναρόσπορος — αποκοτιαίνω — αλουπότρυπα — απορρώξ — θερμοπηγή — ανάλαφρος — ξαφνιάζω — Ρούσος — άϊ-... — πλεονασματικός — σακχαρομύκης |
|||