|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μελισσολόι? — — εμβρόντηση — ορθώνομαι — αιμοφορία — αρινός — ομιλητικός — ευάριθμος — αηδόνι — αντιπερισπασμός — μισοχρονής — ακαταλάλητος — παλιόσπιτο — μιμόρχημα — καλλιεργήτρια — μακρόστενος — απροεξόφλητος — ανευχαριστησία — βλήμα — ντάρα — φιλάρας — ανεμογράφος — παλαιοχριστιανικός |
|||