|
ο чистильщик выгребных ям, ассенизатор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чистильщик выгребных ям? — βοθροκαθαριστής как на (ново)греческом будет слово ассенизатор? — βοθροκαθαριστής как с (ново)греческого переводится слово βοθροκαθαριστής? — чистильщик выгребных ям, ассенизатор — αμελώ — αναφάντης — ζεύξιμος — ποινικά — εφαρμοστέος — άφραστος — καλωσορίζω — πνευματικά — αποχρωστικός — ιμπρεσσιονίστρια — υδάτωση — άκωπος — προτρέπω — ωραιόπαθος — αυτοχρωμία — ταμπάνι — αναρρόφημα — αδενολογία — χονδρική — αυτόνομα — ματαίωση |
|||