|
το средство(__,__) заменяющее другое; заменитель (о лекарстве) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово средство, заменяющее другое? — αντιβαλλόμενον как на (ново)греческом будет слово заменитель? — αντιβαλλόμενον как с (ново)греческого переводится слово αντιβαλλόμενον? — средство, заменяющее другое, заменитель — γλαδίολο — σφαιριστήριο — ακόρντο — προεξόφλημα — επαναδραστηριοποιούμαι — ηχοβολώ — επισωρευτικός — γενίτσαρος — μάντευμα — προσανατολισμένος — αλληλεγγυότητα — κούρνια — τίθεμαι — ποντικοπαγίδα — φερετροποιεία — παχύδερμος — κρασόνερο — σκεύος — ψυχοτρώγω — γουβόσκυλος — ξυσμάρα |
|||