|
το головка (обуви) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово головка? — ψίδι как с (ново)греческого переводится слово ψίδι? — головка — διασταυρώνοντας — εσώκλειστος — ενδοκρινολογικός — χοντροκοπάνισμα — σχεδιάστρια — ρώσικα — αμελέτητος — σάπισμα — στοιχειοθήκη — πολεμεφόδια — χρωμοτυπογραφία — μηλοφόρος — ψηλαφίζομαι — εκκοκκισμός — βασιλοκτόνος — παραπόρτι — πιές — κασσιτερωτής — μελανίαση — πρόσχαρα — πηγούνι |
|||