Новогреческий словарь
γραμματολογικός
γραμματολογικός
1)
литературный
;
2)
литературоведческий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
литературный
? —
γραμματολογικός
как на
(ново)греческом
будет слово
литературоведческий
? —
γραμματολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
γραμματολογικός
? — литературный, литературоведческий
#
(ново)греческий словарь
—
αεροδόχος
—
έρμαιο
—
υποκριτική
—
μουφλούζης
—
σιγανοψιχάλισμα
—
ωόλιθος
—
φθινοπωρινός
—
μαρτυριάρα
—
άφιλος
—
υπερευαίσθητος
—
ανδρούμαι
—
χαροπός
—
τσιμπλιάρης
—
πολύστηλος
—
καστραβέτσι
—
μωροπιστία
—
αποψιλωτικός
—
γυμνασιάρχης
—
πυρομανία
—
χρωστάω
—
συρτοθηλειά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве